ΤΟ σφυρί χτύπησε το μεταλλικό καρφί, εκείνο με τη σειρά του εύκολα διαπέρασε τη παλάμη μου και με ένα τρίξιμο που ακούστηκε σαν κραυγή, σφηνώθηκε στο ξύλο. Και μετά σιωπή. Κοιτούσα σοκαρισμένος το καρφωμένο χέρι μου, ακούγοντας μόνο τον απόηχο της σύντομης μα βίαιης επαφής του μετάλλου με το μέταλλο.
Ο πόνος έσκασε σαν χειροβομβίδα μέσα στο κεφάλι μου. Εκατομμύρια θραύσματα εκτοξεύτηκαν προς κάθε κατεύθυνση, τραυματίζοντας τους νευρώνες του εγκεφάλου μου. Κώδικες έσπασαν και κλειδαμπαρωμένες μνήμες -καλά κρυμμένες από καιρό- ξεχύθηκαν ελεύθερες από τις κρυψώνες τους.
ΖΑΛΙΣΤΗΚΑ. Νόμισα πως θα έχανα τις αισθήσεις μου, αλλά ήταν οι εικόνες που άρχισαν να προβάλλονται με ιλιγγιώδη ταχύτητα στη νοητή οθόνη του μυαλού μου.
ΠΡΩΤΑ άρχισα να αναγνωρίζω οικεία πρόσωπα από το παρελθόν. Δεν ήταν τα σοβαρά, αυστηρά και σχεδόν λυπημένα βλέμματα που με έκαναν να νοιώθω άβολα, αλλά ο πόνος που μου μετέδιδαν, συνειδητοποιώντας ταυτόχρονα πως ο πόνος τους, ήταν αποτέλεσμα δικών μου πράξεων. Μικρά και αθώα ψέματα που ειπώθηκαν, κρυφές ματιές και πονηρές σκέψεις που έγιναν, μεροληψία και μίσος που σκόρπισα γύρω μου, γεγονότα που με τον έναν ή τον άλλο τρόπο απέκλιναν από την ηθική μου, αφήνοντας όμως κάπου βαθιά μέσα μου το στίγμα τους.
Ο πόνος από το σφυρήλατο καρφί στο άλλο μου χέρι, ήρθε απλά να μου υπενθυμίσει πως το μαρτύριο δεν είχε τελειώσει. Πονούσα και τα πληγιασμένα μου χέρια έκαιγαν σαν να κρατούσα αναμμένα κάρβουνα.
ΆΡΧΙΣΑ στη συνέχεια να αναγνωρίζω συνανθρώπους μου, κάποιους που βανδάλισα τις περιουσίες τους, κάποιους άλλους που έκλεψα, κάποιους που εκμεταλλεύτηκα για δικούς μου σκοπούς, κάποιους άλλους που πίστεψαν σε μένα και τους πρόδωσα πριν ακόμα λαλήσει ο πρώτος πετεινός. Υπέφερα πολύ και η πληγή στη καρδιά μου άνοιγε…
ΤΑ καρφιά μπήχτηκαν βιαστικά στα πόδια μου. Πρώτα ένοιωσα την πίεσή τους και μετά τον πόνο που σαν κύμα έσκασε και καβάλησε τον προηγούμενο.
ΤΟ μυαλό μου άρχισε να καλπάζει ανεξέλεγκτα σε κακοτράχαλα μονοπάτια νόησης. Ένοιωσα το μίσος και την έχθρα για τον πλησίον μου, την άρνηση της συγνώμης σε φίλους και εχθρούς, τη λύσσα της εκδίκησης, τη μανία του εγκλήματος, την απειλή του πολέμου, τη καταδυνάστευση του αδύνατου, την ασπλαχνία για αυτούς που εγκαταλείπονται αβοήθητοι στη τύχη τους. Πόλεμοι, μάχες, έριδες, φιλονικίες, ζήλος, φθόνος, ψεύδη, βλαστήμιες, επιορκίες, συκοφαντίες, αδικίες, ασπλαχνία. ΈΛΕΟΣ, εκλιπαρώ να σβηστούν τα παραπάνω χρέη και όλα τα άλλα αναρίθμητα εγκλήματά μας. Και ένοιωσα λύπη για το κατάντημα και ακόμα περισσότερο πόνο στη καρδιά, στο πλευρό που άνοιξε...
ΩΣ μελλοθάνατος ζητώ το κλειδί της μετάνοιας για να ελευθερωθώ από τις αλυσίδες των παθών μου, ζητώ το κλειδί των ανθρώπινων καρδιών για την αμοιβαία κατανόηση.
ΝΟΜΙΖΑ πως ήμουν δυνατός και ατρόμητος, μα στην πραγματικότητα ήμουν εντελώς ανίσχυρος και ένοχος, άξιος της τιμωρίας. Δεν άντεξα άλλο και άρχισα να ουρλιάζω: «το κεφάλι μου, καρφώστε το κεφάλι μου, το μυαλό μου»
ΞΥΠΝΙΣΑ συγκλονισμένος στο μεγάλο μου κρεβάτι, πάνω στα λευκά σεντόνια, που ήταν μούσκεμα από το αίμα, παρουσιάζοντας ένα φρικτό και φοβερό θέαμα.
<Επιστροφή>
Ο πόνος έσκασε σαν χειροβομβίδα μέσα στο κεφάλι μου. Εκατομμύρια θραύσματα εκτοξεύτηκαν προς κάθε κατεύθυνση, τραυματίζοντας τους νευρώνες του εγκεφάλου μου. Κώδικες έσπασαν και κλειδαμπαρωμένες μνήμες -καλά κρυμμένες από καιρό- ξεχύθηκαν ελεύθερες από τις κρυψώνες τους.
ΖΑΛΙΣΤΗΚΑ. Νόμισα πως θα έχανα τις αισθήσεις μου, αλλά ήταν οι εικόνες που άρχισαν να προβάλλονται με ιλιγγιώδη ταχύτητα στη νοητή οθόνη του μυαλού μου.
ΠΡΩΤΑ άρχισα να αναγνωρίζω οικεία πρόσωπα από το παρελθόν. Δεν ήταν τα σοβαρά, αυστηρά και σχεδόν λυπημένα βλέμματα που με έκαναν να νοιώθω άβολα, αλλά ο πόνος που μου μετέδιδαν, συνειδητοποιώντας ταυτόχρονα πως ο πόνος τους, ήταν αποτέλεσμα δικών μου πράξεων. Μικρά και αθώα ψέματα που ειπώθηκαν, κρυφές ματιές και πονηρές σκέψεις που έγιναν, μεροληψία και μίσος που σκόρπισα γύρω μου, γεγονότα που με τον έναν ή τον άλλο τρόπο απέκλιναν από την ηθική μου, αφήνοντας όμως κάπου βαθιά μέσα μου το στίγμα τους.
Ο πόνος από το σφυρήλατο καρφί στο άλλο μου χέρι, ήρθε απλά να μου υπενθυμίσει πως το μαρτύριο δεν είχε τελειώσει. Πονούσα και τα πληγιασμένα μου χέρια έκαιγαν σαν να κρατούσα αναμμένα κάρβουνα.
ΆΡΧΙΣΑ στη συνέχεια να αναγνωρίζω συνανθρώπους μου, κάποιους που βανδάλισα τις περιουσίες τους, κάποιους άλλους που έκλεψα, κάποιους που εκμεταλλεύτηκα για δικούς μου σκοπούς, κάποιους άλλους που πίστεψαν σε μένα και τους πρόδωσα πριν ακόμα λαλήσει ο πρώτος πετεινός. Υπέφερα πολύ και η πληγή στη καρδιά μου άνοιγε…
ΤΑ καρφιά μπήχτηκαν βιαστικά στα πόδια μου. Πρώτα ένοιωσα την πίεσή τους και μετά τον πόνο που σαν κύμα έσκασε και καβάλησε τον προηγούμενο.
ΤΟ μυαλό μου άρχισε να καλπάζει ανεξέλεγκτα σε κακοτράχαλα μονοπάτια νόησης. Ένοιωσα το μίσος και την έχθρα για τον πλησίον μου, την άρνηση της συγνώμης σε φίλους και εχθρούς, τη λύσσα της εκδίκησης, τη μανία του εγκλήματος, την απειλή του πολέμου, τη καταδυνάστευση του αδύνατου, την ασπλαχνία για αυτούς που εγκαταλείπονται αβοήθητοι στη τύχη τους. Πόλεμοι, μάχες, έριδες, φιλονικίες, ζήλος, φθόνος, ψεύδη, βλαστήμιες, επιορκίες, συκοφαντίες, αδικίες, ασπλαχνία. ΈΛΕΟΣ, εκλιπαρώ να σβηστούν τα παραπάνω χρέη και όλα τα άλλα αναρίθμητα εγκλήματά μας. Και ένοιωσα λύπη για το κατάντημα και ακόμα περισσότερο πόνο στη καρδιά, στο πλευρό που άνοιξε...
ΩΣ μελλοθάνατος ζητώ το κλειδί της μετάνοιας για να ελευθερωθώ από τις αλυσίδες των παθών μου, ζητώ το κλειδί των ανθρώπινων καρδιών για την αμοιβαία κατανόηση.
ΝΟΜΙΖΑ πως ήμουν δυνατός και ατρόμητος, μα στην πραγματικότητα ήμουν εντελώς ανίσχυρος και ένοχος, άξιος της τιμωρίας. Δεν άντεξα άλλο και άρχισα να ουρλιάζω: «το κεφάλι μου, καρφώστε το κεφάλι μου, το μυαλό μου»
ΞΥΠΝΙΣΑ συγκλονισμένος στο μεγάλο μου κρεβάτι, πάνω στα λευκά σεντόνια, που ήταν μούσκεμα από το αίμα, παρουσιάζοντας ένα φρικτό και φοβερό θέαμα.
<Επιστροφή>