Εκλωβισμένος



Σκιάχτηκα!


Η νύχτα σύρθηκε ψυχρή πάνω στα γυμνά και πονεμένα μπράτσα μου, κάνοντάς τα να αντιδράσουν σαν ηλεκτρισμένα. Έγλυψε τις βαθιές πληγές, τα ξεραμένα αίματα και δρόσισε τον πόνο από τους μώλωπες.

Κουρασμένα, έστρεψα το βλέμμα μου προς στον ουρανό. Ο ήλιος έχει ήδη πέσει πίσω από τα βουνά και το γεμάτο φεγγάρι ψηλά φαίνεται να ακολουθεί τη σωστή τροχιά του. Σκέφτηκα πως, η φατρία των Πετεινών, δίκαια θα διεκδικούσε τον έλεγχο των Ανατολών για τους επόμενους 600 κύκλους στο Συμβούλιο των Σοφών Πατέρων, που θα γινόταν σε λίγες μέρες.

Εδώ και αρκετή ώρα –πόση άραγε?- είμαι εγκλωβισμένος σε αυτό το παράξενο και απειλητικό δάσος. Πως βρέθηκα εδώ και γιατί, δεν μπορώ να σας το εξηγήσω...

Προσπαθώ να αποδράσω!

Κάποια μονοπάτια που ακολούθησα ως τώρα, με οδήγησαν σε αδιέξοδο.

Αρκετές φορές, εξ’ αιτίας της άγριας και πυκνής βλάστησης, αναγκάστηκα να πέσω και να συρθώ στα τέσσερα, πληγώνοντας τα χέρια και το σώμα μου. Ένας αδιαπέραστος φράχτης, πλεγμένος με ρίζες και ακανθώδη παράξενα φυτά με περίμενε στο τέλος της διαδρομής, μεγαλώνοντας την απογοήτευσή μου και γεμίζοντας με φρικτές σκέψεις το νου μου.

Νοιώθω παγιδευμένος!

Κάποια άλλα μονοπάτια, με γυρνούσαν στο ίδιο εφιαλτικό σημείο -σε ένα μεγάλο δέντρο, στη μέση ενός ξέφωτου, λουσμένου από το φως του φεγγαριού. Το πλησίασα κουρασμένος και κάθισα να πάρω μερικές ανάσες στις ρίζες του.

Το χέρι μου έπεσε βαρύ στο χώμα και άγγιξε...

Ενα φάκελο

Απ’ έξω έγραφε, «Για Σένα». Τι παράξενο! Ήταν ένα γράμμα από την Natalia, με δύο λέξεις μόνο! "ΜΗ ΦΟΒΑΣΑΙ". Χαμογέλασα... Έστειλα τη σκέψη μου να βρει τη δική της και τότε για πρώτη φορά είδα...

Το πηγάδι!

Το πλησίασα προσεκτικά και κινδύνευσα να ρίξω μια ματιά στο εσωτερικό του. Η κατάμαυρη σκιά μου απρόσκλητη, εισβάλοντας ανάμεσα στο νερό και το φεγγάρι, διέκοψε βίαια το ερωτικό τους παιχνίδι. Τα νερά λαχτάρισαν πέρα-δώθε στα πέτρινα τοιχώματα και με χτύπησαν με ορμή στο πρόσωπο. Ξαφνιάστηκα, μα πιο πολύ με αυτό που γυάλιζε στη βάση του ζωντανού πηγαδιού. Το έπιασα στα χέρια μου και αναγνώρισα....

Το ασημένιο νόμισμα

...του Μεγάλου Πατέρα. Κοιτάζω δίπλα και βλέπω και άλλα νομίσματα, πιο πέρα και άλλα. Ο μαγεμένος τόπος γύρω από το πηγάδι ήταν γεμάτος ασημένια νομίσματα. Και νοιώθω ...

Χαρά!

Και αρχίζω να γεμίζω τις τσέπες μου... Και συνεχίζω... συνεχίζω... να γεμίζω τις τσέπες μου... Κάπου μακριά νομίζω ότι ακούω...

Μουσική

...και αρχίζω να χορεύω. Να φέρνω βόλτες γύρω-γύρω από το καταραμένο μα τυχερό πηγάδι. Τα νομίσματα χτυπούνε μεταξύ τους και κουδουνίζουν κρατώντας το ρυθμό. Δεν μπορώ να ελέγξω τη χαρά μου, τις αισθήσεις μου και αρχίζω να κλαίω. Και το σώμα μου χορεύει στο ρυθμό των νομισμάτων που εξακολουθουν να κουδουνίζουν στις τσέπες μου, να κουδουνίζουν, να κουδουνίζουν...


<ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ στην πραγματικότητα>